- ουρανοβατώ
- (ε) αμετ. фантазировать, строить иллюзии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ουρανοβατώ — (Α οὐρανοβατῶ, έω) [ουρανοβάτης] βαδίζω ή κινούμαι στον ουρανό νεοελλ. μτφ. φαντασιοκοπώ, αεροβατώ, είμαι φαντασιόπληκτος … Dictionary of Greek
ουρανοπλοώ — ουρανοβατώ, ζω με φαντασιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πλοώ (< πλόος < πλέω), πρβλ. ναυσι πλοώ] … Dictionary of Greek
ουρανοδρομώ — (ΑΜ οὐρανοδρομῶ, έω) [ουρανοδρόμος] διατρέχω τον ουρανό νεοελλ. μτφ. ουρανοβατώ, φαντασιοκοπώ … Dictionary of Greek